διαγελῶ

διαγελῶ
διαγελάω
laugh at
pres imperat mp 2nd sg
διαγελάω
laugh at
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
διαγελάω
laugh at
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
διαγελάω
laugh at
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
διαγελάω
laugh at
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
διαγελάω
laugh at
pres imperat mp 2nd sg
διαγελάω
laugh at
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
διαγελάω
laugh at
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
διαγελάω
laugh at
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
διαγελάω
laugh at
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
διαγελάω
laugh at
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαγελώ — (AM διαγελῶ, άω) 1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω 2. υπομειδιώ, χαμογελώ (αρχ. μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει αρχ. 1. (για καιρό) είμαι αίθριος 2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”